- ἀλεξίγαμος
- ἀλεξί-γᾰμος, ον,A shunning marriage,
βάκχαι Nonn.D. 40.541
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βάκχαι Nonn.D. 40.541
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀλεξιγάμοισιν — ἀλεξίγαμος shunning marriage masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek